πέταλα

πέταλα
πέταλον
leaf
neut nom/voc/acc pl
πέταλος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετάλα — πετάλᾱ , πέταλος fem nom/voc/acc dual πετάλᾱ , πέταλος fem nom/voc sg (doric aeolic) πετάλᾱ , πετάλη fem nom/voc/acc dual πετάλᾱ , πετάλη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλα — Ιδιόμορφα φύλλα (ανθόφυλλα) που συνθέτουν τη στεφάνη του άνθους. Κάθε π. αποτελείται από ένα τμήμα πιο πλατύ, το έλασμα ή πλάτυσμα, και ένα πιο στενό, τον όνυχα, με τον οποίο στερεώνεται στην ανθοδόχη· σε μερικά άνθη ο όνυχας λείπει. Το χείλος… …   Dictionary of Greek

  • πετάλας — πετάλᾱς , πέταλος fem acc pl πετάλᾱς , πέταλος fem gen sg (doric aeolic) πετάλᾱς , πετάλη fem acc pl πετάλᾱς , πετάλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλ' — πέταλα , πέταλον leaf neut nom/voc/acc pl πέταλα , πέταλος neut nom/voc/acc pl πέταλε , πέταλος masc voc sg πέταλαι , πέταλος fem nom/voc pl πέταλαι , πετάλη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”